- κατεσκεύαζον
- κατασκευάζωequipimperf ind act 3rd plκατασκευάζωequipimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
GYNAECEUM — vel GYNAECONITIS, Gr. Γυναικεῖον, dicebatur locus secretior in aedibus ubi solae mulieres degebant: Erat autem δίςτεγος; in superiori aedium contignatione, ut eo difficilior ad eas aditus paterer. Ita enim Didymus, Οἱ αρχαῖοι, inquit, ταῖς… … Hofmann J. Lexicon universale
λάβιον — λάβιον, τὸ (Α) [λαβή] μικρή λαβή, χερούλι («ἐξ ὧν τὰ λάβια τοῑς μαχαιρίοις κατεσκεύαζον», Στράβ.) … Dictionary of Greek
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek
σκυτεύς — ὁ, θηλ. σκυτεύτρια, Α αυτός που κατεργάζεται τα δέρματα, σκυτοτόμος, υποδηματοποιός («καὶ οἱ τέκτονες καὶ oἱ σιδηρεῑς καὶ σκυτεῑς... πάντες πολεμικὰ ὅπλα κατεσκεύαζον», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «δέρμα, βύρσα» + κατάλ. εύς (πρβλ. βυρσ εύς)] … Dictionary of Greek